- συναρμολογητής
- ο, Ντεχνίτης ειδικευμένος στη συναρμολόγηση μηχανών.[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Νικηφόρ. Καλογερά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφαρμοστής — ο [εφαρμόζω] 1. αυτός που κάνει εφαρμογές 2. τεχνίτης ειδικός στη συναρμολόγηση («μοντάρισμα») και τοποθέτηση μηχανών, συναρμολογητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Θεόκλητο Φαρμακίδη] … Dictionary of Greek
μονταδόρος — ο συναρμολογητής, τεχνικός που κάνει μοντάζ, που συναρμολογεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάζ + κατάλ. δόρος (πρβλ. λουστρα δόρος, τορνα δόρος)] … Dictionary of Greek
συναρμοστής — ο, ΝΜΑ [συναρμόζω] αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής μσν. μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων αρχ. α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης … Dictionary of Greek